- ανομοιοβαρής
- -ές (Α ἀνομοιοβαρής)νεοελλ.αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρήςαρχ.αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνομοιοβαρῆ — ἀνομοιοβαρής of unevenly distributed weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνομοιοβαρής of unevenly distributed weight masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνομοιοβαρής of unevenly distributed weight masc/fem acc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοιοβαρές — ἀνομοιοβαρής of unevenly distributed weight masc/fem voc sg ἀνομοιοβαρής of unevenly distributed weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek